- εμπροσθοτονικός
- -ή, -ό (Μ ἐμπροσθοτονικός, -ή, -όν)αυτός που πάσχει από εμπροσθοτονία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπροσθοτονικῶν — ἐμπροσθοτονικός suffering from fem gen pl ἐμπροσθοτονικός suffering from masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροσθοτονικοί — ἐμπροσθοτονικός suffering from masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροσθοτονικούς — ἐμπροσθοτονικός suffering from masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)